εξηγητής

εξηγητής
ο (AM ἐξηγητής) [εξηγώ]
ερμηνευτής («εξηγητής τών Γραφών»)
αρχ.
1. σύμβουλος, εισηγητής («ἐξηγητὴς γίνεται πρηγμάτων ἀγαθῶν», Ηρόδ.)
2. σχολιαστής («τὰ ὠβελισμένα οὐδενὶ τῶν ἐξηγητῶν ἔδοξε Θουκυδίδου εἶναι»)
3. ξεναγός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐξηγητής — one who leads on masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξηγητής — ο που εξηγεί κάτι και ιδίως δύσκολα κείμενα, ερμηνευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὑξηγητής — ἐξηγητής , ἐξηγητής one who leads on masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγηταῖς — ἐξηγητής one who leads on masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγηταί — ἐξηγητής one who leads on masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητοῦ — ἐξηγητής one who leads on masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητῇ — ἐξηγητής one who leads on masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητήν — ἐξηγητής one who leads on masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητῶν — ἐξηγητής one who leads on masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητά — ἐξηγητά̱ , ἐξηγητής one who leads on masc nom/voc/acc dual ἐξηγητής one who leads on masc voc sg ἐξηγητής one who leads on masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”